- παρένθυρσος
- παρέν-θυρσος, ὁ,A false sentiment or affectation of style, Theod. ap.Longin.3.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρένθυρσος — ὁ, Α 1. ψεύτικο, προσποιητό αίσθημα ή συναίσθημα 2. το άκαιρο και επιτηδευμένο ύφος λόγου, το πλαστό και προσποιητό, είδος κακής και ψευδούς ρητορικής … Dictionary of Greek
παρένθυρσον — παρένθυρσος false sentiment masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύρσος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο επί Δεκίου (249 251) στην Απολλωνία της Φρυγίας, μαζί με τον Καλλίνικο και τον Λεύκιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 14 Δεκεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με την Αγνή. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek